ἁγεμόνος

ἁγεμόνος
ἁ̱γεμόνος , ἡγεμών
one who leads
masc/fem gen sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπερφίαλος — η, ο / ὑπερφίαλος, ον, ΝΜΑ μτφ. αλαζόνας, αλαζονικός, θρασύς, αυθάδης (α. «έχει πολλές και υπερφίαλες αξιώσεις» β. «ἔπη ὑπερφίαλα», Απολλ. Ρόδ. γ. «ὑπερφιάλου ἁγεμόνος δείσαντες ὕβριν», Πίνδ. δ. «ἐπεὶ οἱ παῑδες ὑπερφίαλοι καὶ ἄπιστοι», Ομ. Ιλ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”